- φρῖκος
- φρῖκος, τό, Schauder
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρίκος — ίκεος, τὸ, Α φρίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος (πρβλ. ῥῖγ ος)] … Dictionary of Greek
φρικός — φρῑκός , φρίξ ruffling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόφρικος — ον, Α αυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)] … Dictionary of Greek
φρίκη — φρί̱κη , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (attic epic ionic) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bhreĝ-2 — bhreĝ 2 English meaning: to stick (?) Deutsche Übersetzung: ‘steif emporstehen” Note: extension from bher “ stand up, edge, bristle” etc, seeks Persson Beitr. 22 f. A. 2 in: Material: O.Ind. bhraj ‘stiffness (of the member),… … Proto-Indo-European etymological dictionary
φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… … Dictionary of Greek
φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek
φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… … Dictionary of Greek
φρικάζω — Α [φρίξ, φρικός] φρικιώ … Dictionary of Greek
φρικία — και φρίκια, τὰ, Α [φρίξ, φρικός] ρίγος, ανατρίχιασμα που οφείλεται σε ψύχος … Dictionary of Greek
φρικίας — ὁ, Α (στον Πίνδ.) ονομασία ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός + επίθημα ίας*] … Dictionary of Greek